απογραφέας

απογραφέας
[-εύς (-εως)] ο , η учётчи|к, -ца; регистратор, -ша; переписчи|к, -ца (населения)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "απογραφέας" в других словарях:

  • απογραφέας — ο αυτός που κάνει απογραφή του πληθυσμού: Στην τελευταία απογραφή εργάστηκα ως απογραφέας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • απογραφέας — ο (Α ἀπογραφεύς) εκείνος ο οποίος κάνει απογραφή αρχ. αυτός που συντάσσει το κτηματολόγιο …   Dictionary of Greek

  • ἀπογραφέας — ἀπογραφέᾱς , ἀπογραφεύς registrar masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αποτιμητής — ο (Α ἀποτιμητής) αυτός που υπολογίζει και καθορίζει την αξία ενός πράγματος, ο εκτιμητής αρχ. απογραφέας …   Dictionary of Greek

  • καταγραφέας — ο (Μ καταγραφεύς) [καταγραφή] αυτός που καταγράφει κάτι, που κάνει καταγραφή (α. «ο καταγραφέας τής περιουσίας» β. «ὁ τῶν ἐθνικῶν καταγραφεύς», Ευδοκ.) νεοελλ. 1. ο απογραφέας 2. αυτογραφικό όργανο το οποίο κινείται αυτόματα και χαράσσει σημεία ή …   Dictionary of Greek

  • Κωστομοίρης — Επώνυμο οικογένειας αξιωματούχων της βυζαντινής περιόδου. 1. Ιωάννης (12ος 13ος αι.). Ανώτερος υπάλληλος στην Αυλή των αυτοκρατόρων της Νίκαιας. Επί βασιλείας Ιωάννη Βατάτζη (1222 54) αναφέρεται ως απογραφέας του καπετανίκιου της Σμύρνης. 2.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»